- προέμαθον
- προέμαθον , προμανθάνωlearn beforehandaor ind act 3rd plπροέμαθον , προμανθάνωlearn beforehandaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προὔμαθον — προέμαθον , προμανθάνω learn beforehand aor ind act 3rd pl προέμαθον , προμανθάνω learn beforehand aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμανθάνω — Α 1. μαθαίνω προηγουμένως 2. (στον αόρ.) προέμαθον γνωρίζω εκ τών προτέρων, από προηγούμενη μάθηση («ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῑν», Πίνδ.) 3. (με αιτ.) α) προδιδάσκομαι ή συνηθίζω κάτι εκ τών προτέρων β) μαθαίνω κάτι σταδιακά ή μηχανικά («ἄθλους… … Dictionary of Greek